πρασινοδύμιο

πρασινοδύμιο
το, Ν
χημ. βλ. πρασεοδύμιο.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • πρασεοδύμιο — και παλ. όρος πρασινοδύμιο, το, Ν χημ. μεταλλικό χημικό στοιχείο με σύμβολο Pr και ατομικό αριθμό 59, που ανήκει στη σειρά τών λανθανιδών. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. praseodymium, άλλη μορφή τού praseodidymium (< πράσιος + νεολατ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”